- ἀμφανδόν
- ἀμφανδόν1 in daylight, openly “τοῦτο αἰδέοντ, ἀμφανδὸν ἁδείας τυχεῖν τὸ πρῶτον εὐνᾶς” (Er. Schmid: ἀμφαδόν codd.) P. 9.41
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αμφανδόν — ἀμφανδὸν επίρρ. (Α) βλ. αμφαδόν … Dictionary of Greek
ἀμφανδόν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφαδόν — ἀμφαδὸν και ἀμφανδὸν και ἀμφάδην και ἀμφαδίην επίρρ. (Α) δημόσια, ανοιχτά, φανερά, ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρμ. τύποι που σχηματίστηκαν από τα θέματα φᾰ και φαν τού ρ. φαίνω. Ο τ. ἀμφαδὸν < ἀναφαδὸν < ἀνά + θ. φᾰ , φαίνω + δόν. Ο τ. ἀμφανδὸν… … Dictionary of Greek